Η γυναικεία φορεσιά της Αττικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, φορέθηκε με παραλλαγές στα επτά χωριά των Μεσογείων. Με διαφοροποιήσεις στη σύνθεση και τη διακόσμηση των επιμέρους ενδυμάτων, συνηθιζόταν ακόμη στα χωριά που βρίσκονταν στις υπώρειες της Πάρνηθας, στα περίχωρα της Αθήνας, αλλά και στην ίδια την Αθήνα, καθώς φορέθηκε από το γυναικείο αρβανίτικο πληθυσμό της πόλης ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της ύστερης Τουρκοκρατίας. Από την άλλη μεριά, οι άνδρες που κινούνταν στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Αττικής, αδιάκριτα αν ήταν γηγενείς ή έποικοι, υιοθέτησαν έναν κοινό ενδυματολογικό τύπο με το «πανωβράκι» και την «ποκαμίσα».
Χαρακτικά, λιθογραφίες, ασπρόμαυρες και επιχρωματισμένες φωτογραφίες, διαφημιστικές καρτολίνες, καρτ-ποστάλ κι άλλες απεικονίσεις, αποτυπώνουν ανθρώπους με το τοπικό τους ένδυμα σε πολυάριθμες παραλλαγές και τύπους, έστω κι αν σήμερα, από τις πολλές ενδυματολογικές όψεις μιας παλιότερης ζωντανής πραγματικότητας, κυριαρχεί η νυφική εκδοχή των Μεσογείων.
Έχουν τα Σπάτα δική τους φορεσιά;
Διακριτή θέσn στον ενδυματολογικό χάρτη των Μεσογείων της Αττικής κατέχει η φορεσιά των Σπάτων με πληθώρα παραλλαγών: άλλες για τις δημόσιες, τις προβεβλημένες εμφανίσεις, για τον γάμο, τη γιορτή, τις «καλές» μέρες, τη σχόλη της Κυριακής. Άλλες για την καθημερινότητα, τη βαρυχειμωνιά, το καλοκαίρι. Κάποιες πάλι γεμάτα απροσδόκητες συνδέσεις με στιγμές λύπης και πένθους. Διαφορετικές εκδοχές για να ξεχωρίζει η παντρεμένη από την ανύπαντρη, την αρραβωνιασμένη ή τη νιόπαντρη, το κορίτσι και το αγόρι από τους ενήλικες, οι νεότεροι από τους γηραιότερους.
Όλες τους αποτελούν έργα του χεριού. Προσδιορίζουν τη «χρυσοχέρα», την άξια νοικοκυρά, την «καλή» νύφη. Φέρουν συμβολικές διακοσμήσεις που στόχο έχουν να σαγηνεύσουν, αλλά και να παγιδεύσουν το «κακό» και να προστατεύσουν τον χρήστη. Πάνω τους αντανακλώνται ο πλούτος και η ανέχεια, η πολυτέλεια και η λιτότητα, η απλότητα και η επισημότητα, ο συντηρητισμός και ο νεωτερισμός, η πρεποσύνη και η αξιόμεμπτη πράξη, και τόσα ακόμη στοιχεία, που προβάλλουν εμφατικά ότι τα ρούχα «δε σημαίνουν μόνο αλλά δρουν». Αυτή ακριβώς την εκφραστική δύναμη του ενδύματος επιχειρεί να αναδείξει η έκθεση Σπάτων ένδυσις.
Η έκθεση παρακολουθεί την πορεία και την εξέλιξη της ενδυμασίας, -γυναικείας, ανδρικής και παιδικής-, που φορέθηκε στα Σπάτα έως το 1935 περίπου, οπότε εγκαταλείφθηκε οριστικά με την επικράτηση του συρμού. Ενταγμένα σε εκθεσιακές ενότητες, τα ενδύματα συνδιαλέγονται και αντιπαραβάλλονται μεταξύ τους, συνυπάρχουν και συνομιλούν με λογής λογής απεικονίσεις, περιηγητικά χρονικά, αναμνήσεις ντόπιων, τραγούδια, λαϊκά και λογοτεχνικά αναγνώσματα, αλλά και διαπλέκονται με τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων του τόπου. Άλλωστε, μέσα από το ένδυμα αποκαλύπτεται το περιβάλλον που το γέννησε, οι άνθρωποι που το έφτιαξαν, οι μαγικο-θρησκευτικοί κι άλλοι συμβολισμοί που το σφράγισαν.